Dictionary of Greek. 2013.
αρτιστεφής — ἀρτιστεφής, ές (Μ) αυτός που στέφθηκε πριν από λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + στεφής < στέφω (πρβλ. ανθοστεφής)] … Dictionary of Greek